- ασυντόνιστος
- -η, -ο1. (για μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει συντονιστεί, που δεν έχει ρυθμιστεί στον ίδιο τόνο με άλλον2. ο μη εναρμονισμένος, ο μη συγχρονισμένος με κάποιον («ασυντόνιστες ενέργειες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυντόνιστος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δε γίνεται ταυτόχρονα με κάποιον άλλο ή με την ίδια ένταση: Οι ενέργειες διαφόρων οργανώσεων πάνω στο ζήτημα αυτό ήταν ασυντόνιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)